- ῥύδην
- ῥύδηνflowinglyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρύδην — (I) Α επίρρ. με ορμητική ροή, με ζωηρή κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυξ τού ῥέω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)]. (II) Α επίρρ. βλ. ῥύβδην … Dictionary of Greek
ρυβδώ — έω, Α καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί εκφραστικό τ. τού ῥυφῶ (βλ. λ. ρουφώ) και έχει σχηματιστεί κατ επίδραση τής λ. ῥοῖβδος* «ορμητική κίνηση». Το ρ. εμφανίζει και το επίρρ. ῥύβδην, το οποίο παραδίδεται και με τις γρφ. ῥοίβδην και ῥύδην.… … Dictionary of Greek
ρύβδην — και ῥοίβδην και ῥύδην Α επίρρ. άφθονα, πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυβδῶ] … Dictionary of Greek
sreu- — sreu English meaning: to flow Deutsche Übersetzung: “fließen” Material: O.Ind. srávati “ flows “ (= Gk. ῥέω), srava m. “das Fließen” (= Gk. ῥόος, O.C.S. ostrovъ), giri sravü “Bergstrom” (= Gk. ῥοή, Lith. sravà), srutá flowing,… … Proto-Indo-European etymological dictionary